κατατετραίνω

κατατετραίνω
κατατετραίνω, found as [tense] pres. only in the form [suff] καταταρτᾰρ-τιτράω Gal.11.402: [tense] aor. 1 -έτρησα Plu.2.689c:—
A bore through, perforate, ll.cc.: usu. in [tense] pf. [voice] Pass., σήραγγας κατατετρημένας cavities bored through it, Pl.Ti.70c, cf. Str.15.1.36;

ὁ πλεύμων πόροις κατατέτρηται Plu.2.699a

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατατετραίνω — και κατατιτραίνω (Α) διατρυπώ, κατατρυπώ («κατέτρησα τὴν σάρκα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τετραίνω «τρυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • ακατάτρητος — ἀκατάτρητος, ον (Α) [κατατετραίνω] αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή που δεν έχει τρύπα, κοιλότητα «ἀκατάτρητον ὀστοῡν» (Γαλην. 4, 522 d) …   Dictionary of Greek

  • κατατιτρώ — κατατιτρῶ, άω (Α) κατατετραίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τιτρῶ «διατρυπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”